- ακουαρέλα ή υδατογραφία
- Ζωγραφική κυρίως επάνω σε χαρτί ή σε μεταξωτό, με χρώματα διαλυμένα σε νερό, μαζί με λίγη κόλλα που τους εξασφαλίζει συνεκτικότητα. Αντίθετα από την γκουάς, όπου τα χρώματα είναι αδιαφανή, στην α. τα χρώματα είναι διαφανή και αφήνουν να διακρίνεται το υπόστρωμα. Η α. είναι πανάρχαια τεχνική και χρησιμοποιήθηκε καθώς φαίνεται από τους Αιγυπτίους στην εικονογράφηση των Βιβλίων των Νεκρών. Πρώτος ο Ντίρερ από τους νεότερους, χρησιμοποίησε την α., ιδιαίτερα στα τοπία. Η τεχνική αυτή άνθησε τον 17ο αι. στις Κάτω Χώρες, αλλά κυρίως τον 18ο και 19ο αι. Ο Φραγκονάρ, ο Τέρνερ, ο Κρεμόνα και ο Ραντσόνι φημίζονται για τα θαυμάσια αποτελέσματα που πέτυχαν με την α. Έως τον 19ο αι., οι υδατογράφοι εργάζονταν σε στεγνό χαρτί· σχεδίαζαν πρώτα με το πινέλο τα περιγράμματα και όταν το χρώμα στέγνωνε συνέχιζαν και συμπλήρωναν το έργο. Το αποφασιστικό βήμα στην α. έγινε αργότερα, όταν άρχισαν να σχεδιάζουν και να ζωγραφίζουν απευθείας σε υγρό χαρτί, αποφεύγοντας τη σκληρότητα των περιγραμμάτων και κάνοντας έτσι ρευστότερη σύμμειξη των χρωμάτων.
Τα λευκά και οι φωτεινοί τόνοι αποδίδονται συνήθως με το ανοιχτό χρώμα του χαρτιού, που διαφαίνεται κάτω από τις επιστρώσεις των πυκνότερων ή αραιότερων χρωμάτων, και σπανιότερα με την προσθήκη αδιαφανούς χρώματος. Κατά την επεξεργασία είναι δυνατόν να πλυθεί το χαρτί για να ελαφρύνουν οι τόνοι και έπειτα πάλι να ενισχυθούν, αλλά ο τρόπος αυτός απαιτεί εξαιρετική δεξιοτεχνία. Η χρωματική ένταση και η λεπτότητα των έργων μοντέρνων καλλιτεχνών, όπως ο Νόλντε και ο Κλέε, εξηγούν το γεγονός ότι η α. ασκεί μια ανανεωμένη γοητεία στους σύγχρονους καλλιτέχνες.
Η τεχνική της α. υπήρξε, για μεγάλο διάστημα, ιδιαίτερα δημοφιλής στους κύκλους των Ελλήνων ζωγράφων, πολλοί από τους οποίους επιδόθηκαν συστηματικά στο είδος αυτό. Μεγάλη συλλογή ελληνικών υδατογραφιών υπάρχει στην Εθνική Πινακοθήκη καθώς και σε άλλα μουσεία.
Ακουαρέλα του Πολ Σεζάν (1839–1906), με τον τίτλο «Προσωπογραφία του Βαλιέ», έργο του 1906.
Dictionary of Greek. 2013.